- στάλυξ
- στάλυξ, ἡ,= σταλαγμός, prob. l. for στάληξ, Zonar.:—hence νεοστάλυξ, and perh. (through σταλύζω, which is not found) ἀσταλύζω, ἀνασταλύζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στάλυξ — ἡ, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σταλαγμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σταλάζω] … Dictionary of Greek
νεοστάλυξ — νεοστάλυξ, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεοδάκρυτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στάλυξ* «σταλαγμός»] … Dictionary of Greek
σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… … Dictionary of Greek